«Βραχνάς» γίνεται το κόστος παραγωγής εξαιτίας της κατακόρυφης αύξησης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας σχεδόν για επτά στις δέκα βιοτεχνίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις (68%), που αναγκάζονται να μετακυλίσουν βάρος στις τελικές τιμές προϊόντων και υπηρεσιών, με τις αυξήσεις που παρατηρούνται ήδη στην αγορά να φτάνουν το 5%.
Το ποσοστό αυτό αναμένεται να διπλασιαστεί το προσεχές διάστημα τουλάχιστον στις μισές επιχειρήσεις, ενώ το 15% εκτιμά ότι οι αυξήσεις θα ξεπεράσουν το 30%. Σημαντικές αυξήσεις τιμών ετοιμάζουν ακόμη και οι επιχειρήσεις που δεν εξαρτώνται υπέρμετρα από το ενεργειακό κόστος.
Κατηγορίες καταστημάτων που πλήττονται άμεσα είναι κυρίως αρτοποιεία, ζαχαροπλαστεία, αλλά και κλάδοι και τεχνικά επαγγέλματα όπως η οικοδομή, που στερούνται ήδη πρώτων υλών από την αύξηση των μεταφορικών και του κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με στοιχεία του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας (ΒΕΑ), καταγράφονται καθυστερήσεις στην κατασκευή έργων, καθώς μια παραγγελία καθυστερεί να υλοποιηθεί από μία εβδομάδα έως δέκα μέρες.
Η ενέργεια, ως συντελεστής κόστους, είναι ψηλά στην κατάταξη (άνω του 20%) για το ένα τρίτο των βιοτεχνικών επιχειρήσεων, αλλά η έρευνα διαπιστώνει ότι μία στις δέκα επιχειρήσεις δεν μπορεί να τον υπολογίσει!
Η συντριπτική πλειοψηφία καταναλώνει ηλεκτρικό ρεύμα από παρόχους, καθώς κάτω από 10% είναι οι εταιρείες που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο, πετρέλαιο ή ιδιωτικά φωτοβολταϊκά για τη δραστηριότητά τους.
Μάλιστα τρεις στους τέσσερις επιχειρηματίες δεν έχουν ακόμη αναζητήσει τρόπους για παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, έναντι ενός ποσοστού 10% που το έχει ήδη κάνει. Ωστόσο τρεις στους τέσσερις σχεδιάζουν την αγορά μηχανημάτων χαμηλότερης ενεργειακής κλάσης ή παραγωγής ΑΠΕ, με χρηματοδοτικές ενισχύσεις.
Όσο μεγαλύτερη η επιχείρηση τόσο μεγαλύτερο το κόστος. Για το ένα τρίτο των επιχειρήσεων με προσωπικό άνω των 50 ατόμων, το ενεργειακό κόστος ξεπερνά το 35%, για άλλο ένα τρίτο υπερβαίνει το 20% και για το υπόλοιπο κινείται από 10% και κάτω ή δεν υπάρχει εικόνα. Τόσο οι βιοτεχνίες που αναπτύσσουν υπηρεσίες όσο και οι παραγωγικές δαπανούν τα ίδια για ενέργεια.
Τα σημαντικά θέματα για τις ΜμΕ
Οι ΜμΕ θέλουν από την κυβέρνηση πολιτικές που να στοχεύουν στην αποτροπή περαιτέρω αποδυνάμωσης του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, δηλαδή μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους. Θέλουν, επίσης, διατήρηση των θέσεων εργασίας και ανατροπή της τάσης μείωσης της κατανάλωσης μέσω της διαφύλαξης τουλάχιστον του σημερινού επιπέδου εισοδημάτων. Σύμφωνα με το ΒΕΑ, απαιτούνται κυβερνητικές παρεμβάσεις στους εξής τομείς:
-Άμεση ενίσχυση της ρευστότητας. Είναι απόλυτη και άμεση ανάγκη η πραγματική αύξηση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, τόσο μέσω του τραπεζικού συστήματος και των δυνατοτήτων που προφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης όσο και των διαρθρωτικών ταμείων αλλά και του αναπτυξιακού νόμου.
-Μεταρρυθμίσεις για αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση. Η ψηφιακή μεταρρύθμιση του κράτους αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία για το τέλος της γραφειοκρατίας και της πολυνομίας, ενώ η μεταφορά αρμοδιοτήτων του κράτους στην Τοπική Αυτοδιοίκηση θα αποτελέσει ένα ουσιαστικό βήμα εκσυγχρονισμού, αρκεί να μεταφερθούν και οι απαραίτητοι πόροι. Επίσης, η διεύρυνση της συνεργασίας του κράτους με τον ιδιωτικό τομέα, με εκχώρηση δραστηριοτήτων όπου ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να προσφέρει καλύτερες και φθηνότερες υπηρεσίες, μπορεί να συμβάλει τόσο στην καλύτερη εξυπηρέτηση πολιτών και επιχειρήσεων όσο και στον ουσιαστικό περιορισμό των κρατικών δαπανών.
-Ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θεωρούν ότι χρειάζεται στροφή στην κουλτούρα παραγωγής-κατασκευής με προτεραιότητα στην αναζωογόνηση της βιοτεχνίας και βιομηχανίας, καθώς και ενίσχυση και ανάπτυξη παραγωγικών κλάδων διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, με ταυτόχρονη δημιουργία κλίματος ανάληψης ευθύνης και ρίσκου από όλα τα μέρη. Άλλος τομέας προσοχής είναι η εστίαση σε παραγωγικούς κλάδους με διασφαλισμένη παγκόσμια ζήτηση όπως οι τεχνολογίες περιβάλλοντος, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, προστασίας της δημόσιας υγείας, πληροφορικής και τεχνητής νοημοσύνης, καθώς και η διόρθωση του μοντέλου ανάπτυξης της οικονομίας που βασίζεται στην υπερβολική εξάρτηση από τον τουρισμό.
Τι πρέπει να γίνει άμεσα:
-μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων στο 20%,
-περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από 3 σε 5 μονάδες,
-μείωση του ΕΝΦΙΑ και απαλλαγή από τον συμπληρωματικό φόρο,
-μείωση της προκαταβολής φόρου για τις επιχειρήσεις στο 50%,
-πλήρης κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης,
-εξορθολογισμός του τρόπου υπολογισμού του τέλους επιτηδεύματος, βάσει του πραγματοποιούμενου κύκλου εργασιών
-καθιέρωση δύο βασικών συντελεστών ΦΠΑ 11% και 22%, με διατήρηση του υπερμειωμένου συντελεστή στο 6%,
-ελαστικοποίηση του αυστηροποιημένου πλαισίου ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, καθώς πλέον η ακόμη και για μία ημέρα καθυστέρηση της διευθέτησης οποιασδήποτε οφειλής (καταβολή δόσης), συνεπάγεται απώλεια της ρύθμισης,
-μέτρα για την ενίσχυση της Μικρομεσαίας Επιχειρηματικότητας: ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία, κίνητρα και παρεμβάσεις που ευνοούν την επιχειρηματική μεγέθυνση, την καλλιέργεια δεξιοτήτων, την εξωστρέφεια, την πρόσβαση στην καινοτομία,
-μεταρρυθμίσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιώσιμη ανάπτυξη: με στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σταδιακή απεξάρτηση από τον λιγνίτη.
Θεωρείται αναγκαίος ο εκσυγχρονισμός και η βελτίωση της ανθεκτικότητας κλάδων οικονομίας όπως η μεταποίηση, με ένα άμεσο ζητούμενο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αφορά στην κάλυψη της τεχνολογικής υστέρησης. Προς αυτή την κατεύθυνση, προέχει η άμεση αναβίωση μιας πολιτικής με επίκεντρο τις ΜμΕ της εγχώριας μεταποίησης καθώς και η άμεση ενίσχυση των επενδύσεων εκσυγχρονισμού και βελτίωσης της ανθεκτικότητας των μεταποιητικών μικρών επιχειρήσεων. Είναι απαράδεκτο, σύμφωνα με το ΒΕΑ, εν μέσω πανδημίας, η παραγωγική βάση της οικονομίας, η μικρομεσαία επιχείρηση, να μην έχει προτεραιότητα στα μέτρα στήριξης και να στηρίζονται κλάδοι με μηδενική προστιθέμενη αξία στην εθνική μας οικονομία.
Οι αναδυόμενες προκλήσεις της νέας ψηφιακής εποχής αναδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη ανάπτυξης αναθεωρημένων και στοχευμένων πολιτικών ψηφιακής ανάπτυξης, ιδιαίτερα για τις μικρές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς χαμηλής και μέσης τεχνολογικής εξειδίκευσης. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η εκπόνηση μιας συνθετικής Στρατηγικής Ψηφιακού Μετασχηματισμού για τις μικρές επιχειρήσεις σε εθνικό επίπεδο, με παρεμβάσεις επικεντρωμένες σε επίπεδο αναγκών επιμέρους τομέων, διευκόλυνσης της ψηφιακής μετάβασης και της υιοθέτησης κομβικών ψηφιακών τεχνολογιών (π.χ. υποδομές, δεξιότητες, καθοδήγηση, χρηματοδότηση).
Ταμείο Ψηφιακής Μετάβασης
Για την υλοποίηση της Στρατηγικής προτείνεται η δημιουργία ενός Ταμείου Ψηφιακής Μετάβασης για τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, που θα περιλαμβάνει ενδεικτικά: διευκόλυνση της πρόσβασης σε νέες πηγές χρηματοδότησης και διεύρυνση των επιλογών χρηματοδότησης για την προώθηση του ψηφιακού μετασχηματισμού, διαμόρφωση ψηφιακών κέντρων και υποδομών επιμόρφωσης και ειδικές δράσεις αναβάθμισης ψηφιακών δεξιοτήτων μέσω της αξιοποίησης σύγχρονων τεχνικών ψηφιακής επιμόρφωσης σε συνδυασμό με την ανάπτυξη υπηρεσιών ψηφιακής καθοδήγησης επί θεμάτων ψηφιακού μετασχηματισμού μικρών επιχειρήσεων.